- κοναβος
- κόναβοςκόνᾰβοςὅ1) шум, крик
(ἀνδρῶν ὀλλυμένων Hom.; ἔριδος Hes. - v. l. ὄτοβος)
2) звон, лязг(χαλκοδέτων σακέων Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀνδρῶν ὀλλυμένων Hom.; ἔριδος Hes. - v. l. ὄτοβος)
(χαλκοδέτων σακέων Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κόναβος — κόναβος, ὁ (Α) κρότος, θόρυβος, χτύπος, πάταγος («κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικά < κοναβῶ] … Dictionary of Greek
κόναβος — ringing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόναβον — κόναβος ringing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακκάβη — (I) κακκάβη, ἡ (Α) κακκάβι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πιθ. ακκαδ. kukkubu), την οποία από την ελλ. δανείστηκε με τη σειρά της η λατ. (πρβλ. λατ. cacabus «χύτρα»). ΠΑΡ. αρχ. κακκάδιον. ΣΥΝΘ. μσν.… … Dictionary of Greek
κοναβηδόν — (Α) επίρρ. με θόρυβο, με κρότο, με πάταγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόναβος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμ ηδόν, σωρ ηδόν)] … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek
bhlei-2 — bhlei 2 English meaning: to swell Deutsche Übersetzung: “aufblasen, schwellen, strotzen, ũberfließen” Note: extension from bhel ds. Material: Nor. dial. bleime, O.S. blēma “ bleb on the skin “ (compare Nor. bläema ds. under… … Proto-Indo-European etymological dictionary
kan- — kan English meaning: to sing, sound Deutsche Übersetzung: ‘singen, klingen, also von anderen Geräuschen” Material: Gk. κανά(σσω), Aor. κανάξαι “with noise fließen or schũtten”, καναχή “Getön, noise”, καναχέω, καναχίζω ‘schalle,… … Proto-Indo-European etymological dictionary